Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγοράζω < ἀγορά

  Ρήμα επεξεργασία

ἀγοράζω

  1. συχνάζω στην αγορά
  2. αγοράζω, ψωνίζω