ἀγοραία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀγοραία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀγοραία θηλυκό
- η δικάσιμος (ημέρα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ἀγοραία
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ἀγοραῖος