ἀβλεψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀβλεψία< (ελληνιστική κοινή) ἀβλεψία < ἀβλεπτῶ < στερητικό α- + βλέπω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀβλεψία θηλυκό
- η αβλεψία στην πολυτονική γραφή
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ἀβλεψία < ἀβλεπτῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀβλεψία