Δείτε επίσης: Ἀέλιος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀέλιος αρσενικό (επίσης κρητικός τύπος ἀβέλιος, επικός τύποςἠέλιος και ἅλιος)

  1. άλλη μορφή της λέξης ἥλιος (δωρικός τύπος , αιολικός τύπος  και αρκαδικός τύπος)
  2. φως, ακτίνες του ήλιου
  3. ημέρα