გაფესჭიანი
Γεωργιανά (ka) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- გაფესჭიანი < μεταγραφή για την αρμενική Գաֆեսճյան (Gafesčyan)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡapʰest͡ʃʼiani/ & /ɡ̊apʰest͡ʃʼiani/
Μεταγραφή επεξεργασία
გაფესჭიანი (ka) (gapesč̣iani) αρσενικό ή θηλυκό