Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

όφσετ < αγγλική offset < off- + set

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όφσετ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία