Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όαση οι οάσεις
      γενική της όασης* των οάσεων
    αιτιατική την όαση τις οάσεις
     κλητική όαση οάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
όαση λιβυκής ερήμου

  Ετυμολογία επεξεργασία

όαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄα(σις) + -ση[1] < αρχαία αιγυπτιακή wḥ't (καζάνι, κοίλωμα, λάκκος). Συγκρίνετε την αραβική واحة (wãḥat).

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈo.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐α‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όαση θηλυκό

  1. (γεωγραφία) εύφορη περιοχή, με βλάστηση και νερό, μέσα στην έρημο
  2. (μεταφορικά) ευχάριστη κατάσταση, δραστηριότητα ή τόπος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία