ωχροκίτρινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωχροκίτρινος μτφρδ. γαλλ. jaune d΄ocre < ωχρός + κίτρινος
Επίθετο επεξεργασία
ωχροκίτρινος, -η, -ο
- που έχει το χρώμα της ώχρας· υποκίτρινος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωχροκίτρινος
|