Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ωστικός (<ωθώ) και κύμα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ωστικό κύμα ουδέτερο

  • η υπό μορφή κύματος βίαιη μετατόπιση των μορίων του αέρα ως αποτέλεσμα μιας έκρηξης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία