ωσμομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωσμομετρία θηλυκό
- (φυσική, χημεία) άλλη μορφή του ωσμομέτρηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ωσμομέτρηση, ώσμωση, ωθώ και μέτρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωσμομετρία
|