Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωμ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Ohm, το επώνυμο του Γερμανού φυσικού Γκέοργκ Ωμ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈom/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωμ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία