Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψόφησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ψοφάω / ψοφώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ψοφάω / ψοφώ