Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψοφάω < ψοφ(ώ) + -άω κατά το τρίτο πρόσωπο σε -άει (ψοφάει)

  Ρήμα επεξεργασία

ψοφάω