Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωνίζομαι < ψωνίζω + -ομαι

ψωνίζομαι (παθητική φωνή του ρήματος ψωνίζω)

  1. αγοράζω κάτι για τον εαυτό μου
  2. (λαϊκότροπο) (αργκό) εκπορνεύομαι, εκδίδομαι
    Ο έρωτας της πρωταγωνίστριας, μιας Ελληνίδας γύρω στα σαράντα για έναν τσέχο ταξιδιωτικό πράκτορα, που η ανώνυμη ηρωίδα ­ για την οποία δεν δίνονται πολλές πληροφορίες ­ γνωρίζει σε ένα αθηναϊκό μπαρ, ψωνίζεται μαζί του, με όλες τις σημασίες της λέξης και καταλήγει στο δωμάτιό του, σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία