Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοχημικός η ψυχοχημική το ψυχοχημικό
      γενική του ψυχοχημικού της ψυχοχημικής του ψυχοχημικού
    αιτιατική τον ψυχοχημικό την ψυχοχημική το ψυχοχημικό
     κλητική ψυχοχημικέ ψυχοχημική ψυχοχημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοχημικοί οι ψυχοχημικές τα ψυχοχημικά
      γενική των ψυχοχημικών των ψυχοχημικών των ψυχοχημικών
    αιτιατική τους ψυχοχημικούς τις ψυχοχημικές τα ψυχοχημικά
     κλητική ψυχοχημικοί ψυχοχημικές ψυχοχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοχημικός < ψυχή + -ο- + χημικός

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχοχημικός

  • που αναφέρεται σε χημικές ουσίες ή σκευάσματα που επιδρούν στην ψυχολογία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία