ψυχολογημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψυχολογώ
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ψυχολογημένος -η -ο
- για ανθρώπινο χαρακτήρα ή λογοτεχνικό, κινηματογραφικό κ.λπ. ήρωα του οποίου έχει μελετηθεί ικανοποιητικά η ψυχολογία
- για ενέργεια που γίνεται αφού έχουν μελετηθεί οι επιπτώσεις της στην ψυχολογία όσων επηρεάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχολογημένος
|