ψυχοθεραπευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχοθεραπευτικός < ψυχή + θεραπευτικός
Επίθετο επεξεργασία
ψυχοθεραπευτικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ψυχοθεραπεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχοθεραπευτικός
|
ψυχοθεραπευτικός, -ή, -ό
|