ψυχασθενείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ψυχασθενείς αρσενικό ή θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ψυχασθενής
Δείτε επίσης : ψυχασθενής |
ψυχασθενείς αρσενικό ή θηλυκό