ψοφήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψοφήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψοφάω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψοφάω
- θα ψοφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψοφάω