Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψιλόβροχο τα ψιλόβροχα
      γενική του ψιλόβροχου των ψιλόβροχων
    αιτιατική το ψιλόβροχο τα ψιλόβροχα
     κλητική ψιλόβροχο ψιλόβροχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλόβροχο < ψιλό- + βροχ(ή) + -ο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psiˈlo.vɾo.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψι‐λό‐βρο‐χο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψιλόβροχο ουδέτερο

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία