ψιλέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ψιλέ
Τσακωνικά (tsd) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- ψιλέ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψιλός
Επίθετο επεξεργασία
ψιλέ
Παράγωγα επεξεργασία
- ψιλάντζιχτε (επίθετο, μυγιάγγιχτος)
- ψιλιαίνου (γίνομαι λεπτός)
- ψιλο-, ψιλό-Τσακωνικές λέξεις με πρόθημα ψιλο- στο Βικιλεξικό
- ψιλούλη (επίθετο)
- ψιλούτσικο
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ψιλέ < κληρονομημένο από τη δωρική διάλεκτο ὀπτίλος (αρχαία ελληνική ὀφθαλμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψιλέ αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) το μάτι
- η όραση
- το βλέμμα, η ματιά
- η βασκανία, το «μάτι»
- μη ανεπτυγμένος βλαστός, μάτι
- σημάδι αναγνώρισης
- θηλιά σε πλεχτό, δίχτυ, κάλτσα
- το πιεστήριο λιοτριβιού
- τζάμι παραθύρου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- ψίλακα (μεγεθυντικό)
- ψιλακάζη
- ψιλακούα (μεγεθυντικό)
- ψιλάτσι (υποκοριστικό)
- ψιλί (υποκοριστικό)
- ψιλιάζω (ματιάζω)
- ψιλούλι (υποκοριστικό)
Πηγές επεξεργασία
- ψιλέ - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens, σελ. 376