Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ψιλέ



Τσακωνικά (tsd) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ψιλέ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψιλός

  Επίθετο επεξεργασία

ψιλέ

Παράγωγα επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ψιλέ < κληρονομημένο από τη δωρική διάλεκτο ὀπτίλος (αρχαία ελληνική ὀφθαλμός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψιλέ αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μάτι
  2. η όραση
  3. το βλέμμα, η ματιά
  4. η βασκανία, το «μάτι»
  5. μη ανεπτυγμένος βλαστός, μάτι
  6. σημάδι αναγνώρισης
  7. θηλιά σε πλεχτό, δίχτυ, κάλτσα
  8. το πιεστήριο λιοτριβιού
  9. τζάμι παραθύρου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία