Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηφοδέλτιο τα ψηφοδέλτια
      γενική του ψηφοδελτίου
ψηφοδέλτιου
των ψηφοδελτίων
    αιτιατική το ψηφοδέλτιο τα ψηφοδέλτια
     κλητική ψηφοδέλτιο ψηφοδέλτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφοδέλτιο < ψήφος + δελτίο. Η λέξη ψηφοδέλτιον απαντά ήδη από το 1838[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψηφοδέλτιο ουδέτερο

  • φύλλο χαρτιού που χρησιμοποιείται σε μια εκλογή και πάνω στο οποίο έχουν προεκτυπωθεί το όνομα και το σύμβολο ενός συνδυασμού και τα ονόματα των υποψηφίων που περιλαμβάνονται σε αυτόν ή το όνομα ενός μεμονωμένου υποψηφίου ή όλα τα ονόματα των υποψηφίων, αν δεν κατεβαίνουν καθόλου συνδυασμοί· ο ψηφοφόρος δηλώνει με ένα σταυρό την προτίμησή του σε συγκεκριμένο υποψήφιο· με το λευκό ψηφοδέλτιο ο ψηφοφόρος δηλώνει ότι δεν προτιμά κανέναν συνδυασμό ή μεμονωμένο υποψήφιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου