ψευδαργυρούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευδαργυρούχος < ψευδάργυρος + -ούχος
Επίθετο επεξεργασία
ψευδαργυρούχος, -α, -ο
- που περιέχει ψευδάργυρο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ψευδάργυρος και έχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευδαργυρούχος
|