ψευδαισθησιογόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευδαισθησιογόνος < ψευδαίσθησι(ς) + -ο- + -γόνος (< γίγνομαι) [1]
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ψευδαισθησιογόνος
- που προκαλεί ψευδαισθήσεις
- ψευδαισθησιογόνα ουσία
Συγγενικά επεξεργασία
- ψευδαισθησιογόνο, ψευδαισθησιογόνα (εννοείται: ουσίες, φάρμακα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευδαισθησιογόνος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψευδαισθησιογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας