Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαρίλα οι ψαρίλες
      γενική της ψαρίλας
    αιτιατική την ψαρίλα τις ψαρίλες
     κλητική ψαρίλα ψαρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαρίλα < ψάρ(ι) + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαρίλα θηλυκό

πήγαινε πλύνε τα χέρια σου, μυρίζουν ψαρίλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία