Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χόνδρινος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χόνδριν
ος
η
χόνδριν
η
το
χόνδριν
ο
γενική
του
χόνδριν
ου
της
χόνδριν
ης
του
χόνδριν
ου
αιτιατική
τον
χόνδριν
ο
τη
χόνδριν
η
το
χόνδριν
ο
κλητική
χόνδριν
ε
χόνδριν
η
χόνδριν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χόνδριν
οι
οι
χόνδριν
ες
τα
χόνδριν
α
γενική
των
χόνδριν
ων
των
χόνδριν
ων
των
χόνδριν
ων
αιτιατική
τους
χόνδριν
ους
τις
χόνδριν
ες
τα
χόνδριν
α
κλητική
χόνδριν
οι
χόνδριν
ες
χόνδριν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χόνδρινος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
χόνδρινος, -η, -ο
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χόνδρινος
γαλλικά
:
cartilagineux
(fr)