χτίστης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χτίστης | οι | χτίστες |
γενική | του | χτίστη | των | χτιστών |
αιτιατική | τον | χτίστη | τους | χτίστες |
κλητική | χτίστη | χτίστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χτίστης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτίστης με ανομοίωση [kt] > [xt][1] Δείτε και το κτίστης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxti.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτί‐στης
Ουσιαστικό επεξεργασία
χτίστης αρσενικό
- (επάγγελμα, οικοδομική) ο εργάτης που δουλεύει στην οικοδομή, ο οικοδόμος, ιδιαίτερα αυτός που έχει ειδικότητα το χτίσιμο τοίχων
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη χτίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
χτίστης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χτίστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας