Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρωματοπωλείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
χρωματοπωλεῖον
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χρωματοπωλεί
ο
τα
χρωματοπωλεί
α
γενική
του
χρωματοπωλεί
ου
των
χρωματοπωλεί
ων
αιτιατική
το
χρωματοπωλεί
ο
τα
χρωματοπωλεί
α
κλητική
χρωματοπωλεί
ο
χρωματοπωλεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρωματοπωλείο
<
χρωματοπώλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρωματοπωλείο
ουδέτερο
κατάστημα
που πουλάει
χρώματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρωματοπωλείο
αγγλικά
:
paint store
(en)
γαλλικά
:
boutique
(fr)
de
marchand
(fr)
de
couleurs
(fr)
,