χρυσοχέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρυσοχέρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρυσοχέρης < χρυσο- + χέρ(ι) + -ης
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσοχέρης αρσενικό (θηλυκό χρυσοχέρα)
- ο πολύ ικανός, που ό,τι πιάνει να φτιάξει με τα χέρια του, το κάνει πολύ καλά, ο προκομμένος
- (κατ’ επέκταση) ο πολύ ικανός στις δουλειές, επιχειρήσεις του, εκείνος που βγάζει πολλά λεφτά με ευκολία, που όταν πιάνει μια δουλειά, την ανεβάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
σημασία: πολύ ικανός, με τη λέξη χρυσός
|
Πηγές επεξεργασία
- χρυσοχέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας