χρυσοθήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | χρυσοθήρας | οι | χρυσοθήρες |
γενική | του/της | χρυσοθήρα | των | χρυσοθηρών |
αιτιατική | τον/τη | χρυσοθήρα | τους/τις | χρυσοθήρες |
κλητική | χρυσοθήρα | χρυσοθήρες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». Και γενική πληθυντικού, χρυσοθήρων. | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρυσοθήρας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χρυσοθήρας < χρυσο- + -θήρας[1] < θήρα (το κυνήγι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾi.soˈθi.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σο‐θή‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσοθήρας αρσενικό ή θηλυκό [2]
- που ψάχνει να βρει μεταλλεία με κοιτάσματα χρυσού ή ακόμη και αποθέσεις χρυσού στις όχθες των ποταμών
- (μεταφορικά) που επιδιώκει να αποκτήσει πλούτη με οποιοδήποτε τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
- χρυσοθηρία
- χρυσοθηρικός
- → και δείτε τις λέξεις χρυσός και θήρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρυσοθήρας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ως αρσενικό, γενική πληθυντικού -θήρων κατά την κλίση Ο3 (κανόνας - χρυσοθήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ως αρσενικό και θηλυκό με γενική πληθυντικού σε -ών - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- χρυσοθήρας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.