χρονοθυρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾo.no.θiˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νο‐θυ‐ρί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρονοθυρίδα θηλυκό
- (νεολογισμός) συμβατικά καθορισμένο χρονικό διάστημα εντός ενός προγράμματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρονοθυρίδα