Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρονιάτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χρονιάτικ
ος
η
χρονιάτικ
η
το
χρονιάτικ
ο
γενική
του
χρονιάτικ
ου
της
χρονιάτικ
ης
του
χρονιάτικ
ου
αιτιατική
τον
χρονιάτικ
ο
τη
χρονιάτικ
η
το
χρονιάτικ
ο
κλητική
χρονιάτικ
ε
χρονιάτικ
η
χρονιάτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χρονιάτικ
οι
οι
χρονιάτικ
ες
τα
χρονιάτικ
α
γενική
των
χρονιάτικ
ων
των
χρονιάτικ
ων
των
χρονιάτικ
ων
αιτιατική
τους
χρονιάτικ
ους
τις
χρονιάτικ
ες
τα
χρονιάτικ
α
κλητική
χρονιάτικ
οι
χρονιάτικ
ες
χρονιάτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρονιάτικος
<
χρόνος
Επίθετο
επεξεργασία
χρονιάτικος, -η, -ο
σχετικός με έναν
χρόνο
το χρονιάτικο
: ο
μισθός
ενός
χρόνου
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
χρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρονιάτικος