Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρηματοκομιστής οι χρηματοκομιστές
      γενική του χρηματοκομιστή των χρηματοκομιστών
    αιτιατική τον χρηματοκομιστή τους χρηματοκομιστές
     κλητική χρηματοκομιστή χρηματοκομιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηματοκομιστής < χρήμα + κομίζω για τα πρόσωπα και απόδοση στα ελληνικά του όρου money-clip για την συγκράτηση δεσμίδας χαρτονομισμάτων, μορφολογικά αναλύεται χρηματο- + κομιστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρηματοκομιστής αρσενικό

  • (ειρωνικά) στη νεοελληνική αυτός που μεταφέρει χρήματα για λογαριασμού τρίτου, ως υπαλληλίσκος που διεκπεραιώνει μια άτυπη και ίσως παράνομη χρηματαποστολή
  • συνδετήρας που συγκρατεί δεσμίδα χαρτονομισμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία