χρηματισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
χρηματισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χρηματισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χρηματισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χρηματισμένος