χρεόγραφο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρεόγραφο | τα | χρεόγραφα |
γενική | του | χρεόγραφου & χρεογράφου |
των | χρεόγραφων & χρεογράφων |
αιτιατική | το | χρεόγραφο | τα | χρεόγραφα |
κλητική | χρεόγραφο | χρεόγραφα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρεόγραφο < χρέος + -ο- + γράφω < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Wertpapier
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρεόγραφο ουδέτερο
- (οικονομία) έγγραφο που αποδεικνύει την κατοχή μετοχών, ομολογιών ή χρηματιστηριακών τίτλων