Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρεωστάσιο τα χρεωστάσια
      γενική του χρεωστασίου
χρεωστάσιου
των χρεωστασίων
    αιτιατική το χρεωστάσιο τα χρεωστάσια
     κλητική χρεωστάσιο χρεωστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρεωστάσιο < (μαρτυρείται από το 1893) χρεωστάσιον < χρέως + -στάσιον < ἵσταμαι[1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρεωστάσιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) (νομικός όρος) η αναστολή (μόνιμη ή προσωρινή) της αποπληρωμής των χρεών, διακοπή πληρωμών
    Την μερική κήρυξη χρεοστασίου χαρακτήρισε ως την πλέον ενδεδειγμένη λύση για την Ελλάδα ο γνωστός Σκωτσέζος οικονομολόγος Γκρείαμ Μάξτον (Graeme Maxton) μιλώντας το βράδυ της Τρίτης σε εκδήλωση των Economist Debates και Hazlis & Rivas στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. (εφημερίδα Το Βήμα, 21/2/2013)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. η λέξη πρωτοεμφανίστηκε στην εφημερίδα Άστυ στις 23-24/6/1893 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 1117)