Δείτε επίσης: χρήζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρίζω < (ελληνιστική κοινήχρίζω < αρχαία ελληνική χρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

χρίζω (& χρίω)

  1. (θρησκεία) αλείφω με μύρο ή έλαιο
  2. απονέμω επίσημο τίτλο, αξίωμα ή ιδιότητα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία