Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χούλα χουπ < αγγλική hula hoop

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χούλα χουπ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

* χούπερ (= χορευτής του χούλα χουπ)
* χούπινγκ (= η επιδεξιότητα περιστροφής της στεφάνης, ειδικότερα σε ατραξιόν)