Δείτε επίσης: χωρογραφέω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορογραφώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chorégraphier < αρχαία ελληνική χορός + γράφω

  Ρήμα επεξεργασία

χορογραφώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία