Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χορογραφήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χορογραφώ
  2. θα χορογραφήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χορογραφώ