χοντροδεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χοντροδεμένος, -η, -ο
- (γενικότερα) που έχει χοντρή ή ογκώδη κατασκευή ή δομή («δέσιμο»)
- ※ Δείχνει ένα δέντρο με γέρικο, χοντροδεμένο κορμό (από το άρθρο της Βασιλικής Χρυσοστομίδου, «Από το σχολείο στον ελαιώνα μέχρι τη … Δανία», kathimerini.gr (20 Σεπτεμβρίου 2014)· πρόσβαση: 2020-06-04)
- (ειδικότερα) πρόσωπο που έχει χοντρό ή ογκώδη σωματότυπο
- ※ Είναι μια περίφημη αντρογυναίκα! Ψηλή. Χοντροδεμένη (από το διήγημα του Γιώργου Δενδρινού (1904-1938) «Ειρήνη υμίν», στη συλλογή αφηγημάτων: Ειρήνη υμίν, επιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς (Αθήνα: Στιγμή, 1988), σ. 14)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χοντροδεμένος
|