Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η χολαγωγός το χολαγωγό
      γενική του/της χολαγωγού του χολαγωγού
    αιτιατική τον/τη χολαγωγό το χολαγωγό
     κλητική χολαγωγέ χολαγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χολαγωγοί τα χολαγωγά
      γενική των χολαγωγών των χολαγωγών
    αιτιατική τους/τις χολαγωγούς τα χολαγωγά
     κλητική χολαγωγοί χολαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χολαγωγός < χολ(ή) + -αγωγός

  Επίθετο επεξεργασία

χολαγωγός, -ός, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία