Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοιράδωση οι χοιραδώσεις
      γενική της χοιράδωσης* των χοιραδώσεων
    αιτιατική τη χοιράδωση τις χοιραδώσεις
     κλητική χοιράδωση χοιραδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χοιραδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοιράδωση < αρχαία ελληνική χοιράς, πληθ. χοιράδες < χοῖρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοιράδωση θηλυκό

  • φυματιώδης ασθένεια που προσβάλλει τους λεμφαδένες του λαιμού

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία