Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χλωρίτης οι χλωρίτες
      γενική του χλωρίτη των χλωριτών
    αιτιατική τον χλωρίτη τους χλωρίτες
     κλητική χλωρίτη χλωρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χλωρίτης

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλωρίτης < χλωρ(ός) + -ίτης, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chlorite

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xloˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλω‐ρί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλωρίτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χλωρός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία