Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χιτωνοφόρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χιτωνοφόρ
ο
τα
χιτωνοφόρ
α
γενική
του
χιτωνοφόρ
ου
των
χιτωνοφόρ
ων
αιτιατική
το
χιτωνοφόρ
ο
τα
χιτωνοφόρ
α
κλητική
χιτωνοφόρ
ο
χιτωνοφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χιτωνοφόρο
<
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
επιθέτου
χιτωνοφόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χιτωνοφόρο
ουδέτερο
(
ταξινομία
)
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χιτωνοφόρο
αγγλικά
:
tunicate
(en)