χιονοχάλαζο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιονοχάλαζο | τα | χιονοχάλαζα |
γενική | του | χιονοχάλαζου | των | χιονοχάλαζων |
αιτιατική | το | χιονοχάλαζο | τα | χιονοχάλαζα |
κλητική | χιονοχάλαζο | χιονοχάλαζα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ço.noˈxa.la.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐χά‐λα‐ζο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονοχάλαζο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) χαλάζι μικρού μεγέθους, έως 5 χιλιοστά → δείτε τη λέξη χιονοχάλαζα
Άλλες μορφές επεξεργασία
- χιονοχάλαζα (θηλυκό, επίσημο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.