χιλιοναύτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χιλιοναύτης-ου αρσενικό και θηλυκό ( δωρικός τύπος χιλιοναύτας-α )
- με χίλια καράβια
- σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα (Ευριπίδης)
- στόλον Ἀργείων χιλιοναύτην (Αισχύλος)