χιλιομετρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιλιομετρικός < χιλιόμετρο
Επίθετο επεξεργασία
χιλιομετρικός
- που αναφέρεται σε απόσταση μετρούμενη σε χιλιόμετρα
- χιλιομετρική απόσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιλιομετρικός
|
χιλιομετρικός
|