χημειόταξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χημειόταξη | οι | χημειοτάξεις |
γενική | της | χημειόταξης | των | χημειοτάξεων |
αιτιατική | τη | χημειόταξη | τις | χημειοτάξεις |
κλητική | χημειόταξη | χημειοτάξεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χημειόταξη < χημειό- + τάξη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
χημειόταξη θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) ο αυτόματος προσανατολισμός κυττάρου ή οργανισμού στην παρουσία συγκεκριμένης χημικής ουσίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
χημειόταξη