χειρόφρενο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.fɾe.no/
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειρόφρενο ουδέτερο
- χειροκίνητος μηχανισμός που επιτρέπει στον οδηγό να ακινητοποιεί το αυτοκίνητο με ασφάλεια ή να κάνει τούς πίσω τροχούς να χάσουν την πρόσφυση για πλαγιολίσθιση
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειρόφρενο